αξεσκέπαστος
Greek
Adjective
αξεσκέπαστος • (axesképastos) m (feminine αξεσκέπαστη, neuter αξεσκέπαστο)
- not uncovered
- (figuratively) not revealed
Declension
declension of αξεσκέπαστος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξεσκέπαστος • | αξεσκέπαστη • | αξεσκέπαστο • | αξεσκέπαστοι • | αξεσκέπαστες • | αξεσκέπαστα • |
genitive | αξεσκέπαστου • | αξεσκέπαστης • | αξεσκέπαστου • | αξεσκέπαστων • | αξεσκέπαστων • | αξεσκέπαστων • |
accusative | αξεσκέπαστο • | αξεσκέπαστη • | αξεσκέπαστο • | αξεσκέπαστους • | αξεσκέπαστες • | αξεσκέπαστα • |
vocative | αξεσκέπαστε • | αξεσκέπαστη • | αξεσκέπαστο • | αξεσκέπαστοι • | αξεσκέπαστες • | αξεσκέπαστα • |