αξεσήκωτος
Greek
Adjective
αξεσήκωτος • (axesíkotos) m (feminine αξεσήκωτη, neuter αξεσήκωτο)
- not displaced
- uncopied
Declension
declension of αξεσήκωτος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξεσήκωτος • | αξεσήκωτη • | αξεσήκωτο • | αξεσήκωτοι • | αξεσήκωτες • | αξεσήκωτα • |
genitive | αξεσήκωτου • | αξεσήκωτης • | αξεσήκωτου • | αξεσήκωτων • | αξεσήκωτων • | αξεσήκωτων • |
accusative | αξεσήκωτο • | αξεσήκωτη • | αξεσήκωτο • | αξεσήκωτους • | αξεσήκωτες • | αξεσήκωτα • |
vocative | αξεσήκωτε • | αξεσήκωτη • | αξεσήκωτο • | αξεσήκωτοι • | αξεσήκωτες • | αξεσήκωτα • |