αξεμάτιαστος
Greek
Adjective
αξεμάτιαστος • (axemátiastos) m (feminine αξεμάτιαστη, neuter αξεμάτιαστο)
- This term needs a translation to English. Please help out and add a translation, then remove the text
{{rfdef}}
.
Declension
declension of αξεμάτιαστος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξεμάτιαστος • | αξεμάτιαστη • | αξεμάτιαστο • | αξεμάτιαστοι • | αξεμάτιαστες • | αξεμάτιαστα • |
genitive | αξεμάτιαστου • | αξεμάτιαστης • | αξεμάτιαστου • | αξεμάτιαστων • | αξεμάτιαστων • | αξεμάτιαστων • |
accusative | αξεμάτιαστο • | αξεμάτιαστη • | αξεμάτιαστο • | αξεμάτιαστους • | αξεμάτιαστες • | αξεμάτιαστα • |
vocative | αξεμάτιαστε • | αξεμάτιαστη • | αξεμάτιαστο • | αξεμάτιαστοι • | αξεμάτιαστες • | αξεμάτιαστα • |