αξέταστος
Greek
Adjective
αξέταστος • (axétastos) m (feminine αξέταστη, neuter αξέταστο)
- unexamined
Declension
declension of αξέταστος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξέταστος • | αξέταστη • | αξέταστο • | αξέταστοι • | αξέταστες • | αξέταστα • |
genitive | αξέταστου • | αξέταστης • | αξέταστου • | αξέταστων • | αξέταστων • | αξέταστων • |
accusative | αξέταστο • | αξέταστη • | αξέταστο • | αξέταστους • | αξέταστες • | αξέταστα • |
vocative | αξέταστε • | αξέταστη • | αξέταστο • | αξέταστοι • | αξέταστες • | αξέταστα • |