αξένοιαστος
Greek
Adjective
αξένοιαστος • (axénoiastos) m (feminine αξένοιαστη, neuter αξένοιαστο)
- carefree, unworried, untroubled
- easy-going
Declension
declension of αξένοιαστος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξένοιαστος • | αξένοιαστη • | αξένοιαστο • | αξένοιαστοι • | αξένοιαστες • | αξένοιαστα • |
genitive | αξένοιαστου • | αξένοιαστης • | αξένοιαστου • | αξένοιαστων • | αξένοιαστων • | αξένοιαστων • |
accusative | αξένοιαστο • | αξένοιαστη • | αξένοιαστο • | αξένοιαστους • | αξένοιαστες • | αξένοιαστα • |
vocative | αξένοιαστε • | αξένοιαστη • | αξένοιαστο • | αξένοιαστοι • | αξένοιαστες • | αξένοιαστα • |
Synonyms
- see: ξένοιαστος (xénoiastos)