αντλητικός
Greek
Adjective
αντλητικός • (antlitikós) m (feminine αντλητική, neuter αντλητικό)
- pumping, pump
- αυτόματο αντλητικό συγκρότημα ― aftómato antlitikó sygkrótima ― automatic pumping unit
Declension
declension of αντλητικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντλητικός • | αντλητική • | αντλητικό • | αντλητικοί • | αντλητικές • | αντλητικά • |
genitive | αντλητικού • | αντλητικής • | αντλητικού • | αντλητικών • | αντλητικών • | αντλητικών • |
accusative | αντλητικό • | αντλητική • | αντλητικό • | αντλητικούς • | αντλητικές • | αντλητικά • |
vocative | αντλητικέ • | αντλητική • | αντλητικό • | αντλητικοί • | αντλητικές • | αντλητικά • |
Related terms
- see: αντλώ (antló, “to pump; to conclude”)