αντιστασιακός
Greek
Adjective
αντιστασιακός • (antistasiakós) m (feminine αντιστασιακή, neuter αντιστασιακό)
- belonging to or relating to the resistance
Declension
declension of αντιστασιακός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιστασιακός • | αντιστασιακή • | αντιστασιακό • | αντιστασιακοί • | αντιστασιακές • | αντιστασιακά • |
genitive | αντιστασιακού • | αντιστασιακής • | αντιστασιακού • | αντιστασιακών • | αντιστασιακών • | αντιστασιακών • |
accusative | αντιστασιακό • | αντιστασιακή • | αντιστασιακό • | αντιστασιακούς • | αντιστασιακές • | αντιστασιακά • |
vocative | αντιστασιακέ • | αντιστασιακή • | αντιστασιακό • | αντιστασιακοί • | αντιστασιακές • | αντιστασιακά • |
Related terms
- see: αντίσταση f (antístasi, “resitance”)