αντισκορικός
Greek
Adjective
αντισκορικός • (antiskorikós) m (feminine αντισκορική, neuter αντισκορικό)
- mothproof
Declension
declension of αντισκορικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντισκορικός • | αντισκορική • | αντισκορικό • | αντισκορικοί • | αντισκορικές • | αντισκορικά • |
genitive | αντισκορικού • | αντισκορικής • | αντισκορικού • | αντισκορικών • | αντισκορικών • | αντισκορικών • |
accusative | αντισκορικό • | αντισκορική • | αντισκορικό • | αντισκορικούς • | αντισκορικές • | αντισκορικά • |
vocative | αντισκορικέ • | αντισκορική • | αντισκορικό • | αντισκορικοί • | αντισκορικές • | αντισκορικά • |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο αντισκορικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο αντισκορικός (o pio antiskorikós), etc.) |
Related terms
- σκόρος m (skóros, “clothes moth”)