αντιρρευματικός
Greek
Adjective
αντιρρευματικός • (antirrevmatikós) m (feminine αντιρευματική, neuter αντιρευματικό)
- Alternative form of αντιρευματικός (antirevmatikós)
Declension
declension of αντιρρευματικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιρρευματικός • | αντιρρευματική • | αντιρρευματικό • | αντιρρευματικοί • | αντιρρευματικές • | αντιρρευματικά • |
genitive | αντιρρευματικού • | αντιρρευματικής • | αντιρρευματικού • | αντιρρευματικών • | αντιρρευματικών • | αντιρρευματικών • |
accusative | αντιρρευματικό • | αντιρρευματική • | αντιρρευματικό • | αντιρρευματικούς • | αντιρρευματικές • | αντιρρευματικά • |
vocative | αντιρρευματικέ • | αντιρρευματική • | αντιρρευματικό • | αντιρρευματικοί • | αντιρρευματικές • | αντιρρευματικά • |