αντιπροστατευτικός
Greek
Adjective
αντιπροστατευτικός • (antiprostateftikós) m (feminine αντιπροστατευτική, neuter αντιπροστατευτικό)
- antiprotectionist
- Antonym: προστατευτικός (prostateftikós)
Declension
declension of αντιπροστατευτικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιπροστατευτικός • | αντιπροστατευτική • | αντιπροστατευτικό • | αντιπροστατευτικοί • | αντιπροστατευτικές • | αντιπροστατευτικά • |
genitive | αντιπροστατευτικού • | αντιπροστατευτικής • | αντιπροστατευτικού • | αντιπροστατευτικών • | αντιπροστατευτικών • | αντιπροστατευτικών • |
accusative | αντιπροστατευτικό • | αντιπροστατευτική • | αντιπροστατευτικό • | αντιπροστατευτικούς • | αντιπροστατευτικές • | αντιπροστατευτικά • |
vocative | αντιπροστατευτικέ • | αντιπροστατευτική • | αντιπροστατευτικό • | αντιπροστατευτικοί • | αντιπροστατευτικές • | αντιπροστατευτικά • |
Related terms
- see: προστασία f (prostasía, “protection”)