αντιπροίκι
Greek
Noun
αντιπροίκι • (antiproíki) n (plural αντιπροίκια)
- (idiomatic) pre-wedding gift from groom to bride; dower
- Coordinate term: προίκα (proíka) ("dowry")
Declension
declension of αντιπροίκι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιπροίκι • | αντιπροίκια • |
genitive | — | — |
accusative | αντιπροίκι • | αντιπροίκια • |
vocative | αντιπροίκι • | αντιπροίκια • |