αντιλυσσικός
Greek
Adjective
αντιλυσσικός • (antilyssikós) m (feminine αντιλυσσική, neuter αντιλυσσικό)
- antirabic
Declension
declension of αντιλυσσικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιλυσσικός • | αντιλυσσική • | αντιλυσσικό • | αντιλυσσικοί • | αντιλυσσικές • | αντιλυσσικά • |
genitive | αντιλυσσικού • | αντιλυσσικής • | αντιλυσσικού • | αντιλυσσικών • | αντιλυσσικών • | αντιλυσσικών • |
accusative | αντιλυσσικό • | αντιλυσσική • | αντιλυσσικό • | αντιλυσσικούς • | αντιλυσσικές • | αντιλυσσικά • |
vocative | αντιλυσσικέ • | αντιλυσσική • | αντιλυσσικό • | αντιλυσσικοί • | αντιλυσσικές • | αντιλυσσικά • |
Related terms
- see: λύσσα f (lýssa, “rabies, rage”)