αντικατεστημένος
Greek
Participle
αντικατεστημένος • (antikatestiménos) m (feminine αντικατεστημένη, neuter αντικατεστημένο)
- perfect passive participle of αντικαθίσταμαι (antikathístamai)
Declension
declension of αντικατεστημένος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντικατεστημένος • | αντικατεστημένη • | αντικατεστημένο • | αντικατεστημένοι • | αντικατεστημένες • | αντικατεστημένα • |
genitive | αντικατεστημένου • | αντικατεστημένης • | αντικατεστημένου • | αντικατεστημένων • | αντικατεστημένων • | αντικατεστημένων • |
accusative | αντικατεστημένο • | αντικατεστημένη • | αντικατεστημένο • | αντικατεστημένους • | αντικατεστημένες • | αντικατεστημένα • |
vocative | αντικατεστημένε • | αντικατεστημένη • | αντικατεστημένο • | αντικατεστημένοι • | αντικατεστημένες • | αντικατεστημένα • |