αντικανονικότητα
Greek
Noun
αντικανονικότητα • (antikanonikótita) f (plural αντικανονικότητες)
- irregularity, illegality
Declension
declension of αντικανονικότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντικανονικότητα • | αντικανονικότητες • |
genitive | αντικανονικότητας • | αντικανονικοτήτων • |
accusative | αντικανονικότητα • | αντικανονικότητες • |
vocative | αντικανονικότητα • | αντικανονικότητες • |
Related terms
- see: αντικανονικός (antikanonikós, “irregular”)