αντιγραφικός
Greek
Adjective
αντιγραφικός • (antigrafikós) m (feminine αντιγραφική, neuter αντιγραφικό)
- copying
- αντιγραφικό μηχάνημα ― antigrafikó michánima ― copier (literally, “copyinh machine”)
Declension
declension of αντιγραφικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιγραφικός • | αντιγραφική • | αντιγραφικό • | αντιγραφικοί • | αντιγραφικές • | αντιγραφικά • |
genitive | αντιγραφικού • | αντιγραφικής • | αντιγραφικού • | αντιγραφικών • | αντιγραφικών • | αντιγραφικών • |
accusative | αντιγραφικό • | αντιγραφική • | αντιγραφικό • | αντιγραφικούς • | αντιγραφικές • | αντιγραφικά • |
vocative | αντιγραφικέ • | αντιγραφική • | αντιγραφικό • | αντιγραφικοί • | αντιγραφικές • | αντιγραφικά • |
Related terms
- see: αντιγράφω (antigráfo, “to copy”)