αντιβαλλιστικός
Greek
Etymology
αντι- (anti-) + βαλλιστικός (vallistikós, “ballistic”)
Adjective
αντιβαλλιστικός • (antivallistikós) m (feminine αντιβαλλιστικη, neuter αντιβαλλιστικό)
- antiballistic
- αντιβαλλιστικός πύραυλος ― antivallistikós pýravlos ― antiballistic missile
- Antonym: βαλλιστικός (vallistikós)
Declension
declension of αντιβαλλιστικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιβαλλιστικός • | αντιβαλλιστική • | αντιβαλλιστικό • | αντιβαλλιστικοί • | αντιβαλλιστικές • | αντιβαλλιστικά • |
genitive | αντιβαλλιστικού • | αντιβαλλιστικής • | αντιβαλλιστικού • | αντιβαλλιστικών • | αντιβαλλιστικών • | αντιβαλλιστικών • |
accusative | αντιβαλλιστικό • | αντιβαλλιστική • | αντιβαλλιστικό • | αντιβαλλιστικούς • | αντιβαλλιστικές • | αντιβαλλιστικά • |
vocative | αντιβαλλιστικέ • | αντιβαλλιστική • | αντιβαλλιστικό • | αντιβαλλιστικοί • | αντιβαλλιστικές • | αντιβαλλιστικά • |