αντιαμερικάνικος
Greek
Adjective
αντιαμερικάνικος • (antiamerikánikos) m (feminine αντιαμερικάνικη, neuter αντιαμερικάνικο)
- Alternative form of αντιαμερικανικός (antiamerikanikós)
Declension
declension of αντιαμερικάνικος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιαμερικάνικος • | αντιαμερικάνικη • | αντιαμερικάνικο • | αντιαμερικάνικοι • | αντιαμερικάνικες • | αντιαμερικάνικα • |
genitive | αντιαμερικάνικου • | αντιαμερικάνικης • | αντιαμερικάνικου • | αντιαμερικάνικων • | αντιαμερικάνικων • | αντιαμερικάνικων • |
accusative | αντιαμερικάνικο • | αντιαμερικάνικη • | αντιαμερικάνικο • | αντιαμερικάνικους • | αντιαμερικάνικες • | αντιαμερικάνικα • |
vocative | αντιαμερικάνικε • | αντιαμερικάνικη • | αντιαμερικάνικο • | αντιαμερικάνικοι • | αντιαμερικάνικες • | αντιαμερικάνικα • |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο αντιαμερικάνικος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο αντιαμερικάνικος (o pio antiamerikánikos), etc.) |