αντιαθλητικός
Greek
Adjective
αντιαθλητικός • (antiathlitikós) m (feminine αντιαθλητική, neuter αντιαθλητικό)
- unsporting, unsportsmanlike
Declension
declension of αντιαθλητικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιαθλητικός • | αντιαθλητική • | αντιαθλητικό • | αντιαθλητικοί • | αντιαθλητικές • | αντιαθλητικά • |
genitive | αντιαθλητικού • | αντιαθλητικής • | αντιαθλητικού • | αντιαθλητικών • | αντιαθλητικών • | αντιαθλητικών • |
accusative | αντιαθλητικό • | αντιαθλητική • | αντιαθλητικό • | αντιαθλητικούς • | αντιαθλητικές • | αντιαθλητικά • |
vocative | αντιαθλητικέ • | αντιαθλητική • | αντιαθλητικό • | αντιαθλητικοί • | αντιαθλητικές • | αντιαθλητικά • |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο αντιαθλητικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο αντιαθλητικός (o pio antiathlitikós), etc.) |
Related terms
- see: άθλημα n (áthlima, “sport”)