ανταρτόπληκτος
Greek
Adjective
ανταρτόπληκτος • (antartópliktos) m (feminine ανταρτόπληκτη, neuter ανταρτόπληκτο)
- attacked, stricken by guerillas
Declension
declension of ανταρτόπληκτος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανταρτόπληκτος • | ανταρτόπληκτη • | ανταρτόπληκτο • | ανταρτόπληκτοι • | ανταρτόπληκτες • | ανταρτόπληκτα • |
genitive | ανταρτόπληκτου • | ανταρτόπληκτης • | ανταρτόπληκτου • | ανταρτόπληκτων • | ανταρτόπληκτων • | ανταρτόπληκτων • |
accusative | ανταρτόπληκτο • | ανταρτόπληκτη • | ανταρτόπληκτο • | ανταρτόπληκτους • | ανταρτόπληκτες • | ανταρτόπληκτα • |
vocative | ανταρτόπληκτε • | ανταρτόπληκτη • | ανταρτόπληκτο • | ανταρτόπληκτοι • | ανταρτόπληκτες • | ανταρτόπληκτα • |
Related terms
- see: αντάρτης m (antártis, “resistance fighter, guerilla, rebel”)