ανομιμοποίητος
Greek
Adjective
ανομιμοποίητος • (anomimopoíitos) m (feminine ανομιμοποίητη, neuter ανομιμοποίητο)
- unlegalised
Declension
declension of ανομιμοποίητος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανομιμοποίητος • | ανομιμοποίητη • | ανομιμοποίητο • | ανομιμοποίητοι • | ανομιμοποίητες • | ανομιμοποίητα • |
genitive | ανομιμοποίητου • | ανομιμοποίητης • | ανομιμοποίητου • | ανομιμοποίητων • | ανομιμοποίητων • | ανομιμοποίητων • |
accusative | ανομιμοποίητο • | ανομιμοποίητη • | ανομιμοποίητο • | ανομιμοποίητους • | ανομιμοποίητες • | ανομιμοποίητα • |
vocative | ανομιμοποίητε • | ανομιμοποίητη • | ανομιμοποίητο • | ανομιμοποίητοι • | ανομιμοποίητες • | ανομιμοποίητα • |
Related terms
- see: ανομία f (anomía, “lawlessness”) and νόμος m (nómos, “law”)