请输入您要查询的单词:

 

单词 ανοιχτός
释义

ανοιχτός

Greek

Alternative forms

  • ανοικτός (anoiktós)

Adjective

ανοιχτός (anoichtós) m (feminine ανοιχτή, neuter ανοιχτό)

  1. open, not closed, unlocked, uncovered, unfenced
    ανοιχτά μάτιαanoichtá mátiaopen eyes
    ανοιχτή πόρταanoichtí pórtaunlocked door
  2. pale, light, pastel (shades of colour)
    ανοιχτό μπλεanoichtó blelight blue

Declension

  • άνοιξη f (ánoixi, spring)
  • ανοίγω (anoígo, to open)
  • ανοιξιάτικος (anoixiátikos, spring, adjective)
随便看

 

国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。

 

Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号 更新时间:2024/11/5 21:52:40