ανοίκιαστος
Greek
Adjective
ανοίκιαστος • (anoíkiastos) m (feminine ανοίκιαστη, neuter ανοίκιαστο)
- vacant, unlet, untenanted, unrented
- unhired
Declension
declension of ανοίκιαστος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανοίκιαστος • | ανοίκιαστη • | ανοίκιαστο • | ανοίκιαστοι • | ανοίκιαστες • | ανοίκιαστα • |
genitive | ανοίκιαστου • | ανοίκιαστης • | ανοίκιαστου • | ανοίκιαστων • | ανοίκιαστων • | ανοίκιαστων • |
accusative | ανοίκιαστο • | ανοίκιαστη • | ανοίκιαστο • | ανοίκιαστους • | ανοίκιαστες • | ανοίκιαστα • |
vocative | ανοίκιαστε • | ανοίκιαστη • | ανοίκιαστο • | ανοίκιαστοι • | ανοίκιαστες • | ανοίκιαστα • |
Related terms
- see: ενοικίαση f (enoikíasi, “renting”)