ανθυποφορά
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἀνθυποφορά (anthupophorá)
Noun
ανθυποφορά • (anthypoforá) f (plural ανθυποφορές)
- (rhetoric) anthypophora, hypophora
Declension
declension of ανθυποφορά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανθυποφορά • | ανθυποφορές • |
genitive | ανθυποφοράς • | ανθυποφορών • |
accusative | ανθυποφορά • | ανθυποφορές • |
vocative | ανθυποφορά • | ανθυποφορές • |