ανθρωπινά
Greek
Adverb
ανθρωπινά • (anthropiná)
- humanely, decently
Related terms
- ανθρωπινός (anthropinós, “humane, decent”, adjective)
- and see: άνθρωπος m (ánthropos, “human”)
单词 | ανθρωπινά |
释义 | ανθρωπινά |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。