ανημέρωτος
Greek
Alternative forms
- ανημέρευτος (animéreftos)
Adjective
ανημέρωτος • (animérotos) m (feminine ανημέρωτη, neuter ανημέρωτο)
- undomesticated, untamed
- Synonym: αμέρευτος (améreftos)
Declension
declension of ανημέρωτος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανημέρωτος • | ανημέρωτη • | ανημέρωτο • | ανημέρωτοι • | ανημέρωτες • | ανημέρωτα • |
genitive | ανημέρωτου • | ανημέρωτης • | ανημέρωτου • | ανημέρωτων • | ανημέρωτων • | ανημέρωτων • |
accusative | ανημέρωτο • | ανημέρωτη • | ανημέρωτο • | ανημέρωτους • | ανημέρωτες • | ανημέρωτα • |
vocative | ανημέρωτε • | ανημέρωτη • | ανημέρωτο • | ανημέρωτοι • | ανημέρωτες • | ανημέρωτα • |