ανεξικακία
Greek
Noun
ανεξικακία • (anexikakía) f (uncountable)
- forgiveness, forbearance
- Synonym: αμνησικακία (amnisikakía)
Declension
ανεξικακία
case \\ number | singular |
---|---|
nominative | ανεξικακία • |
genitive | ανεξικακίας • |
accusative | ανεξικακία • |
vocative | ανεξικακία • |
Related terms
- ανεξίκακος (anexíkakos, “forgiving”, adjective)
- ανεξικακώ (anexikakó, “to tolerate wrongdoing”)
Further reading
- ανεξικακία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el