ανεμοστρόβιλων
See also: ανεμοστροβίλων
Greek
Noun
ανεμοστρόβιλων • (anemostróvilon) m
- Genitive plural form of ανεμοστρόβιλος (anemostróvilos).
单词 | ανεμοστρόβιλων |
释义 | ανεμοστρόβιλωνSee also: ανεμοστροβίλων |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。