ανεκτέλεστος
Greek
Adjective
ανεκτέλεστος • (anektélestos) m (feminine ανεκτέλεστη, neuter ανεκτέλεστο)
- priceless, inestimable, invaluable
- unperformed (music)
Declension
declension of ανεκτέλεστος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανεκτίμητος | ανεκτίμητη | ανεκτίμητο | ανεκτίμητοι | ανεκτίμητες | ανεκτίμητα |
genitive | ανεκτίμητου | ανεκτίμητης | ανεκτίμητου | ανεκτίμητων | ανεκτίμητων | ανεκτίμητων |
accusative | ανεκτίμητο | ανεκτίμητη | ανεκτίμητο | ανεκτίμητους | ανεκτίμητες | ανεκτίμητα |
vocative | ανεκτίμητε | ανεκτίμητη | ανεκτίμητο | ανεκτίμητοι | ανεκτίμητες | ανεκτίμητα |