ανεκμυστήρευτος
Greek
Adjective
ανεκμυστήρευτος • (anekmystíreftos) m (feminine ανεκμυστήρευτη, neuter ανεκμυστήρευτο)
- (literary) unconfided, close (with information, etc)
- Synonym: μυστικός (mystikós)
Declension
declension of ανεκμυστήρευτος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανεκμυστήρευτος | ανεκμυστήρευτη | ανεκμυστήρευτο | ανεκμυστήρευτοι | ανεκμυστήρευτες | ανεκμυστήρευτα |
genitive | ανεκμυστήρευτου | ανεκμυστήρευτης | ανεκμυστήρευτου | ανεκμυστήρευτων | ανεκμυστήρευτων | ανεκμυστήρευτων |
accusative | ανεκμυστήρευτο | ανεκμυστήρευτη | ανεκμυστήρευτο | ανεκμυστήρευτους | ανεκμυστήρευτες | ανεκμυστήρευτα |
vocative | ανεκμυστήρευτε | ανεκμυστήρευτη | ανεκμυστήρευτο | ανεκμυστήρευτοι | ανεκμυστήρευτες | ανεκμυστήρευτα |
Related terms
- εκμυστηρεύομαι (ekmystirévomai, “to divulge a secret”)