ανεκδοτογραφία
Greek
Etymology
from ανέκδοτο (anékdoto, “anecdote”)
Noun
ανεκδοτογραφία • (anekdotografía) f (plural ανεκδοτογραφίες)
- the writing of anecdotes
Declension
declension of ανεκδοτογραφία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανεκδοτογραφία • | ανεκδοτογραφίες • |
genitive | ανεκδοτογραφίας • | ανεκδοτογραφιών • |
accusative | ανεκδοτογραφία • | ανεκδοτογραφίες • |
vocative | ανεκδοτογραφία • | ανεκδοτογραφίες • |
Related terms
- see: ανέκδοτο n (anékdoto, “anecdote”)