αναχωρητισμέ
Greek
Noun
αναχωρητισμέ • (anachoritismé) m
- Vocative singular form of αναχωρητισμός (anachoritismós).
单词 | αναχωρητισμέ |
释义 | αναχωρητισμέ |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。