αναχρονισμό
Greek
Noun
αναχρονισμό • (anachronismó) m
- Accusative singular form of αναχρονισμός (anachronismós).
单词 | αναχρονισμό |
释义 | αναχρονισμό |
随便看 |
|
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。