ανατοκισμό
Greek
Noun
ανατοκισμό • (anatokismó) m
- Accusative singular form of ανατοκισμός (anatokismós).
单词 | ανατοκισμό |
释义 | ανατοκισμό |
随便看 |
|
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。