αναστόμωση
Greek
Noun
αναστόμωση • (anastómosi) f (plural αναστομώσεις)
- (medicine, surgery) anastomosis (the hole or its creation)
- (botany, zoology) anastomosis
Declension
declension of αναστόμωση
case \\ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | αναστόμωση • | αναστομώσεις • | |
genitive | αναστόμωσης • | αναστομώσεων • | |
accusative | αναστόμωση • | αναστομώσεις • | |
vocative | αναστόμωση • | αναστομώσεις • | |
Also, older or formal genitive singlar: αναστομώσεως • |
Related terms
- αναστομώνω (anastomóno, “to make a hole”)