αναρροφητήρας
Greek
Noun
αναρροφητήρας • (anarrofitíras) m (plural αναρροφητήρες)
- (sciences) aspirator
Declension
declension of αναρροφητήρας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναρροφητήρας • | αναρροφητήρες • |
genitive | αναρροφητήρα • | αναρροφητήρων • |
accusative | αναρροφητήρα • | αναρροφητήρες • |
vocative | αναρροφητήρα • | αναρροφητήρες • |
Related terms
- see: αναρρόφηση f (anarrófisi, “suction”)