αναρριχητικός
Greek
Adjective
αναρριχητικός • (anarrichitikós) m (feminine αναρριχητική, neuter αναρριχητικο)
- climbing, clambering
- αναρριχητικό φυτό ― anarrichitikó fytó ― climbing plant
Declension
declension of αναρριχητικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναρριχητικός | αναρριχητική | αναρριχητικό | αναρριχητικοί | αναρριχητικές | αναρριχητικά |
genitive | αναρριχητικού | αναρριχητικής | αναρριχητικού | αναρριχητικών | αναρριχητικών | αναρριχητικών |
accusative | αναρριχητικό | αναρριχητική | αναρριχητικό | αναρριχητικούς | αναρριχητικές | αναρριχητικά |
vocative | αναρριχητικέ | αναρριχητική | αναρριχητικό | αναρριχητικοί | αναρριχητικές | αναρριχητικά |
Related terms
- αναρριχώμαι (anarrichómai, “to climb”)