αναπτύσσομαι
Greek
Verb
αναπτύσσομαι • (anaptýssomai) passive (simple past αναπτύχθηκα, active αναπτύσσω)
- mature, develop
Conjugation
see this verb's full conjugation at: αναπτύσσω (anaptýsso)
单词 | αναπτύσσομαι |
释义 | αναπτύσσομαι |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。