αναποχώριστος
Greek
Adjective
αναποχώριστος • (anapochóristos) m (feminine αναποχώριστη, neuter αναποχώριστο)
- inseparable
Declension
declension of αναποχώριστος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναποχώριστος | αναποχώριστη | αναποχώριστο | αναποχώριστοι | αναποχώριστες | αναποχώριστα |
genitive | αναποχώριστου | αναποχώριστης | αναποχώριστου | αναποχώριστων | αναποχώριστων | αναποχώριστων |
accusative | αναποχώριστο | αναποχώριστη | αναποχώριστο | αναποχώριστους | αναποχώριστες | αναποχώριστα |
vocative | αναποχώριστε | αναποχώριστη | αναποχώριστο | αναποχώριστοι | αναποχώριστες | αναποχώριστα |
Synonyms
- αχώριστος (achóristos)
- αδιαχώριστος (adiachóristos)