αναποκατάστατος
Greek
Adjective
αναποκατάστατος • (anapokatástatos) m (feminine αναποκατάστατη, neuter αναποκατάστατο)
- insolvent (bankrupt)
- unreformed (sinner)
- unrehabilitated (criminal)
- (architecture) unrestored
- (obsolete) not settled down (man)
- (obsolete) unmarried (woman)
Declension
declension of αναποκατάστατος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναποκατάστατος | αναποκατάστατη | αναποκατάστατο | αναποκατάστατοι | αναποκατάστατες | αναποκατάστατα |
genitive | αναποκατάστατου | αναποκατάστατης | αναποκατάστατου | αναποκατάστατων | αναποκατάστατων | αναποκατάστατων |
accusative | αναποκατάστατο | αναποκατάστατη | αναποκατάστατο | αναποκατάστατους | αναποκατάστατες | αναποκατάστατα |
vocative | αναποκατάστατε | αναποκατάστατη | αναποκατάστατο | αναποκατάστατοι | αναποκατάστατες | αναποκατάστατα |