αναμερίστηκα
Greek
Verb
αναμερίστηκα • (anamerístika)
- 1st person singular simple past form of αναμερίζομαι (anamerízomai).
单词 | αναμερίστηκα |
释义 | αναμερίστηκα |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。