ανακουφιστικός
Greek
Adjective
ανακουφιστικός • (anakoufistikós) m (feminine ανακουφιστική, neuter ανακουφιστικό)
- soothing, alleviatory
Declension
declension of ανακουφιστικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανακουφιστικός | ανακουφιστική | ανακουφιστικό | ανακουφιστικοί | ανακουφιστικές | ανακουφιστικά |
genitive | ανακουφιστικού | ανακουφιστικής | ανακουφιστικού | ανακουφιστικών | ανακουφιστικών | ανακουφιστικών |
accusative | ανακουφιστικό | ανακουφιστική | ανακουφιστικό | ανακουφιστικούς | ανακουφιστικές | ανακουφιστικά |
vocative | ανακουφιστικέ | ανακουφιστική | ανακουφιστικό | ανακουφιστικοί | ανακουφιστικές | ανακουφιστικά |
Related terms
- see: ανακούφιση f (anakoúfisi, “relief, confort”)