ανακλητήριος
Greek
Adjective
ανακλητήριος • (anaklitírios) m (feminine ανακλητήρια, neuter ανακλητήριο)
- (diplomacy) recall
Declension
declension of ανακλητήριος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανακλητήριος | ανακλητήρια | ανακλητήριο | ανακλητήριοι | ανακλητήριες | ανακλητήρια |
genitive | ανακλητήριου | ανακλητήριας | ανακλητήριου | ανακλητήριων | ανακλητήριων | ανακλητήριων |
accusative | ανακλητήριο | ανακλητήρια | ανακλητήριο | ανακλητήριους | ανακλητήριες | ανακλητήρια |
vocative | ανακλητήριε | ανακλητήρια | ανακλητήριο | ανακλητήριοι | ανακλητήριες | ανακλητήρια |
Related terms
- ανακλητήριο n (anaklitírio, “recall”, noun)