ανακεφαλαιωτικός
Greek
Adjective
ανακεφαλαιωτικός • (anakefalaiotikós) m (feminine ανακεφαλαιωτική, neuter ανακεφαλαιωτικό)
- recapitulative
Declension
declension of ανακεφαλαιωτικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανακεφαλαιωτικός | ανακεφαλαιωτική | ανακεφαλαιωτικό | ανακεφαλαιωτικοί | ανακεφαλαιωτικές | ανακεφαλαιωτικά |
genitive | ανακεφαλαιωτικού | ανακεφαλαιωτικής | ανακεφαλαιωτικού | ανακεφαλαιωτικών | ανακεφαλαιωτικών | ανακεφαλαιωτικών |
accusative | ανακεφαλαιωτικό | ανακεφαλαιωτική | ανακεφαλαιωτικό | ανακεφαλαιωτικούς | ανακεφαλαιωτικές | ανακεφαλαιωτικά |
vocative | ανακεφαλαιωτικέ | ανακεφαλαιωτική | ανακεφαλαιωτικό | ανακεφαλαιωτικοί | ανακεφαλαιωτικές | ανακεφαλαιωτικά |
Related terms
- see: ανακεφαλαιώνω (anakefalaióno, “to summarise, to sum up”)