αναθεωρητικός
Greek
Adjective
αναθεωρητικός • (anatheoritikós) m (feminine αναθεωρητική, neuter αναθεωρητικό)
- revisionary, revisional
Declension
declension of αναθεωρητικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναθεωρητικός | αναθεωρητική | αναθεωρητικό | αναθεωρητικοί | αναθεωρητικές | αναθεωρητικά |
genitive | αναθεωρητικού | αναθεωρητικής | αναθεωρητικού | αναθεωρητικών | αναθεωρητικών | αναθεωρητικών |
accusative | αναθεωρητικό | αναθεωρητική | αναθεωρητικό | αναθεωρητικούς | αναθεωρητικές | αναθεωρητικά |
vocative | αναθεωρητικέ | αναθεωρητική | αναθεωρητικό | αναθεωρητικοί | αναθεωρητικές | αναθεωρητικά |
Related terms
- see: αναθεωρώ (anatheoró, “to revise, to reconsider”)