αναδημιουργώ
Greek
Verb
αναδημιουργώ • (anadimiourgó) (simple past αναδημιούργησα, passive αναδημιουργούμαι)
- (biology, manufacturing) regenerate, recreate
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.
Related terms
- αναδημιουργημένος (anadimiourgiménos, “recreated”)
- αναδημιουργία f (anadimiourgía, “regeneration, recreation”)
- αναδημιουργικά (anadimiourgiká, “recreatively”)
- αναδημιουργικός (anadimiourgikós, “regenerative, recreative”)
- αναδημιουργός (anadimiourgós, “regenerator, recreator”)
- αναδημοσίευση f (anadimosíefsi, “recreation”)