请输入您要查询的单词:
单词
αναδεχτό
释义
αναδεχτό
Greek
Noun
αναδεχτό
•
(
anadechtó
)
m
Accusative
singular
form of
αναδεχτός
(
anadechtós
)
.
随便看
χαρουπιού
χαρουπιών
χαρούμενα
χαρούμενε
χαρούμενες
χαρούμενη
χαρούμενης
χαρούμενο
χαρούμενοι
χαρούμενος
χαρούμενου
χαρούμενους
χαρούμενων
χαρούπι
χαρούπια
χαρτάκι
χαρτάκια
χαρτί
χαρτί ηλιοτροπίου
χαρτί κουζίνας
χαρτί τουαλέτας
χαρτί υγείας
χαρταετέ
χαρταετοί
χαρταετού
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/31 23:12:15