αναβαλλόμενος
Greek
Etymology
Present participle of αναβάλλομαι (anavállomai), passive voice of αναβάλλω (“to postpone”).
For the noun: word quoted from an ecclesiastical psalm, in jesting manner.
Pronunciation
- IPA(key): /anavaˈlomenos/
- Hyphenation: α‧να‧βαλ‧λό‧με‧νος
Noun
αναβαλλόμενος • (anavallómenos) m (plural αναβαλλόμενοι)
- (idiomatic expression) reprimand, tirade telling off
- Μου έψαλε τον αναβαλλόμενο.
- Mou épsale ton anavallómeno.
- [He/she] told me off (literaly: He chanted the 'Anavallomenos' psalm.)
Declension
declension of αναβαλλόμενος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναβαλλόμενος • | αναβαλλόμενοι • |
genitive | αναβαλλόμενου • | αναβαλλόμενων • |
accusative | αναβαλλόμενο • | αναβαλλόμενους • |
vocative | αναβαλλόμενε • | αναβαλλόμενοι • |
Participle
αναβαλλόμενος • (anavallómenos) m (feminine αναβαλλόμενη, neuter αναβαλλόμενο)
- being continuously postponed
Declension
declension of αναβαλλόμενος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναβαλλόμενος | αναβαλλόμενη | αναβαλλόμενο | αναβαλλόμενοι | αναβαλλόμενες | αναβαλλόμενα |
genitive | αναβαλλόμενου | αναβαλλόμενης | αναβαλλόμενου | αναβαλλόμενων | αναβαλλόμενων | αναβαλλόμενων |
accusative | αναβαλλόμενο | αναβαλλόμενη | αναβαλλόμενο | αναβαλλόμενους | αναβαλλόμενες | αναβαλλόμενα |
vocative | αναβαλλόμενε | αναβαλλόμενη | αναβαλλόμενο | αναβαλλόμενοι | αναβαλλόμενες | αναβαλλόμενα |
Related terms
- αναβληθείς (“postponed”, passive past participle) (masc.) (learned), αναβληθείσα (fem.), αναβληθέν (neu.)