ανάγλυφου
See also: αναγλύφου
Greek
Adjective
ανάγλυφου • (anáglyfou)
- Genitive singular masculine form of ανάγλυφος (anáglyfos).
- Genitive singular neuter form of ανάγλυφος (anáglyfos).
单词 | ανάγλυφου |
释义 | ανάγλυφουSee also: αναγλύφου |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。