αμπόλιαστος
Greek
Adjective
αμπόλιαστος • (ampóliastos) m (feminine αμπόλιαστη, neuter αμπόλιαστο)
- (horticulture) ungrafted
- (medicine) unvaccinated
Declension
declension of αμπόλιαστος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμπόλιαστος | αμπόλιαστη | αμπόλιαστο | αμπόλιαστοι | αμπόλιαστες | αμπόλιαστα |
genitive | αμπόλιαστου | αμπόλιαστης | αμπόλιαστου | αμπόλιαστων | αμπόλιαστων | αμπόλιαστων |
accusative | αμπόλιαστο | αμπόλιαστη | αμπόλιαστο | αμπόλιαστους | αμπόλιαστες | αμπόλιαστα |
vocative | αμπόλιαστε | αμπόλιαστη | αμπόλιαστο | αμπόλιαστοι | αμπόλιαστες | αμπόλιαστα |
Synonyms
- ακέντρωτος (akéntrotos)