αμπλάνιστος
Greek
Adjective
αμπλάνιστος • (amplánistos) m (feminine αμπλάνιστη, neuter αμπλάνιστο)
- Alternative form of απλάνιστος (aplánistos)
Declension
declension of αμπλάνιστος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμπλάνιστος • | αμπλάνιστη • | αμπλάνιστο • | αμπλάνιστοι • | αμπλάνιστες • | αμπλάνιστα • |
genitive | αμπλάνιστου • | αμπλάνιστης • | αμπλάνιστου • | αμπλάνιστων • | αμπλάνιστων • | αμπλάνιστων • |
accusative | αμπλάνιστο • | αμπλάνιστη • | αμπλάνιστο • | αμπλάνιστους • | αμπλάνιστες • | αμπλάνιστα • |
vocative | αμπλάνιστε • | αμπλάνιστη • | αμπλάνιστο • | αμπλάνιστοι • | αμπλάνιστες • | αμπλάνιστα • |